υδροϊωδικός

υδροϊωδικός
-ή, -ό, Ν
1. χημ. αυτός που περιέχει υδροϊώδιο
2. φρ. «υδροϊωδικό οξύ»
χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροϊωδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδροϊώδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδροϊωδικός — ή, ό που περιέχει υδροϊώδιο (βλ. λ.): Υδροϊωδικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”